-
1 θερει-νόμος
θερει-νόμος, im Sommer weidend, nährend, πόα, Sommergras, D. Hal. 2, 2, im Gegensatz von χειμερινή.
-
2 θερει-γενής
θερει-γενής, ές, im Sommer erzeugt, wachsend, Nic. Ther. 601; ὥρα, Sommerzeit, Nonn. D. 12, 344.
-
3 θερει-λεχής
θερει-λεχής, ές, zum Sommerlager bequem, πλάτανος, des Schattens wegen, Nic. Th. 585.
-
4 θερεί-ποτος
θερεί-ποτος, im Sommer getränkt, gewässert, γύαι Lycophr. 847, von Aegypten.
-
5 θερεί-βοτος
θερεί-βοτος, Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend, VLL.
-
6 θέρει
θέροςsummer: neut nom /voc /acc dual (attic epic)θέρεϊ, θέροςsummer: neut dat sg (epic ionic)θέροςsummer: neut dat sgθέρωheat: pres ind mp 2nd sgθέρωheat: pres ind act 3rd sg -
7 θερείαυλος
θερεί-αυλος, ον, prob.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερείαυλος
-
8 θερείβοτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερείβοτος
-
9 θερειγενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερειγενής
-
10 θερειλεχής
θερει-λεχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερειλεχής
-
11 θερεινόμος
θερει-νόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερεινόμος
-
12 θερείβοτος
θερεί-βοτος, Sommerweiden habend, im Sommer zur Weide dienend -
13 θερειγενής
θερει-γενής, ές, im Sommer erzeugt, wachsend; ὥρα, Sommerzeit -
14 θερειλεχής
θερει-λεχής, ές, zum Sommerlager bequem, πλάτανος, des Schattens wegen -
15 θερεινόμος
θερει-νόμος, im Sommer weidend, nährend, πόα, Sommergras, im Gegensatz von χειμερινή -
16 θερείποτος
θερεί-ποτος, im Sommer getränkt, gewässert, von Ägypten -
17 θέρος
A summer,χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118
; ; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op. 640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24;τοῦ θέρους Ar.Fr. 463
; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op. 462, Pl.Phdr. 276b, al.;τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph. 1340
;τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47
;κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19
; θ. μεσοῦντος about mid summer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, , cf. 2.31, 6.8;τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68
.II summerfruits, harvest, crop,θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq. 392
, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., crops,PFlor.
150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph.,πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822
, cf. Ag. 1655;τὸ γηγενὲς δράκοντος.. θ. E.Ba. 1026
; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del. 298, AP10.19 (Apollonid.); alsoτέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d
.III Astron.,τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30
. -
18 θέρος
θέρος, ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ ϑέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν ϑέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ ϑέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν ϑέρει, Ggstz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅϑεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ ϑέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος ϑέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., ϑέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε ϑέρος μισϑοῖντο ἐκϑερί-σαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.
-
19 θερος
- εος τό1) лето:(ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета
2) урожай, жатваθέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. — созревшие колосья;
τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. — выросшая из земли драконья жатва ( о посеянных Кадмом драконьих зубах), т.е. потомки Кадма;ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. — убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов;πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. — пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя3) волосы, грива (sc. πώλου Soph.)παρειάων πρῶτον θ. Anth. — первый пушок на щеках
-
20 περί-ειμι [2]
περί-ειμι (s. εἶμι), umgehen, umhergehen; ἐκεῖνος δ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα σκοπῶν περιῄει πάντα κοσμίως πάνυ, Ar. Plut. 708; Plat. Conv. 193 a; κύκλῳ, Lach. 183 b, u. öfter; κατὰ νώτου τινί, Thuc. 4, 36, im Rücken umgehen. – In der Reihe herumgehen und wieder an denselben Ort kommen, u. übh. an Einen kommen, gelangen, ἡ ἀρχὴ ἐς τὸν παῖδα περιιοῠσα, die auf den Sohn vererbte, Her. 1, 120; ἡ βασιληΐη ἐς Ἀλέξανδρον περιήϊε, 2, 120; ἐς τωὐτό, 2, 4; u. von der Zeit, χρόνου περιιόντος, als Zeit verflossen war, im Verlauf der Zeit, 2, 121, 1. 4, 155; περιιόντος ἐνιαυτοῦ τοῦ δευτέρου, Plut. Agesil. 14; u. so περιιόντι τῷ ϑέρει Thuc. 1, 30 für περιόντι zu lesen; vgl. Xen. Hell. 3, 2, 25. – Auch trans., umgehen, umwandeln, τὰς φυλακάς, die Runde machen, Her. 5, 33; τὴν Ἑλλάδα περιῄει, er ging in ganz Griechenland herum, Xen. An. 7, 1, 33.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέρει — θέρος summer neut nom/voc/acc dual (attic epic) θέρεϊ , θέρος summer neut dat sg (epic ionic) θέρος summer neut dat sg θέρω heat pres ind mp 2nd sg θέρω heat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HIRUNDO — I. HIRUNDO Diis olim Penatibus carum animal, uti ex Aeliano docet LIl. Girald. de Gentium Diis, et ex Varronis in Menippeis loco, de templo Apollinis exusto, cuius Arnob. meminit adv. Gentes l. 6. God. Stewech. Electis ad eum: avis migratoria est … Hofmann J. Lexicon universale
TEMPESTAS — Romanorum numen. Ovid. Fast. l. 6. v. 193. Te quoque Tempestas, meritam delubra fatemur, Cum pene est Corsis obruta classis aqus. Aedes ei a M. Marcello extra portam Caperiam fuit constructa, cum is liberatus esset a periculo et tempestate, quam … Hofmann J. Lexicon universale
THERISTRUM — Graece Θέριςρον, memoratur Caelio, l. 13. Antiqq. Lection. c. 6. ex Hieron. Nam et Hieronymus de puella Christo destinata; Numquam exeat (inquit) foras, ne inveniant eam, qui civitatem circumeunt, ne percutiant et vulnerent, auferantque… … Hofmann J. Lexicon universale
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek
παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι … Dictionary of Greek
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek
προλιμνάζω — Α σχηματίζω λίμνη πριν από ποταμό («ἐν θέρει δὲ [ἡ πηγή] προλιμνάζει μὲν οὐδὲν ἔτι, ποταμὸς δὲ αὐτίκα ἐστὶν ἀπὸ τῆς πηγῆς», Παυσ.) … Dictionary of Greek